- λεπρίτης
- λεπρίτης, ὁ (Μ) [λεπρός]λεπρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακληρίτης — ο (θηλ. ίτισσα) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά, άτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άκληρος, κατά το σχήμα άνομος ανομίτης, λεπρός λεπρίτης, νεκρός νεκρίτης κ.λπ.] … Dictionary of Greek